- λύκοψις
- (I)λύκοψις και λυκοψίς, -ίδος, ἡ (Α)βλ. λύκαψος.————————(II)ηβοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που ανήκει στην οικογένεια βοραγινίδες και το οποίο, σύμφωνα με ορισμένους βοτανολόγους, έχει συγχωνευθεί στο γένος άγχουσα.
Dictionary of Greek. 2013.